- ραβδουχία
- η / ῥαβδουχία, ΝΜΑ [ῥαβδοῡχος]το έργο και τα καθήκοντα τού ραβδούχουαρχ.(ιδίως στη Ρώμη)1. τα εμβλήματα τού ραβδούχου2. (με περιλπτ. σημ.) οι ραβδούχοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥαβδουχίας — ῥαβδουχίᾱς , ῥαβδουχία office fem acc pl ῥαβδουχίᾱς , ῥαβδουχία office fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδουχίαν — ῥαβδουχίᾱν , ῥαβδουχία office fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδουχικός — ή, ό / ῥαβδουχικός, ή, όν, ΝΑ [ῥαβδοῡχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραβδουχία ή στον ραβδούχο … Dictionary of Greek
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek